- ρευστομηχανική
- η, Νφυσ. κλάδος τής κλασικής μηχανικής που έχει ως αντικείμενο την μελέτη τών αποτελεσμάτων τής άσκησης δυνάμεων ή τής προσφοράς ενέργειας στα ρευστά, δηλ. στα αέρια και στα υγρά σώματα, αλλ. μηχανική τών ρευστών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρευστός + μηχανική, απόδοση στην ελλ. τού αγγλ. fluid mechanics].
Dictionary of Greek. 2013.